Νέα μελέτη αποδεικνύει την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια της θεραπείας με ινφλιξιμάμπη ως μακροχρόνια θεραπεία συντήρησης σε ασθενείς με ψωρίαση κατά πλάκας.
Αθήνα, 17 Οκτωβρίου 2013 – Η ψωρίαση αποτελεί μια χρόνια νόσο η οποία προκαλείται όταν τα κύτταρα του δέρματος υπερ παράγονται και συσσωρεύονται στην επιφάνεια του δέρματος προκαλώντας κόκκινες, φολιδωτές πλάκες. Συχνά δημιουργεί μεγάλη δυσφορία στον ασθενή αφού αυτές οι κόκκινες πλάκες που δημιουργούνται στο δέρμα μπορούν να του προκαλέσουν σοβαρή φαγούρα και αιμορραγία. Η ψωρίαση εμφανίζεται ακόμη και στα νύχια, προκαλώντας και λειτουργικά προβλήματα τα οποία δύνανται να οδηγήσουν τον ασθενή ακόμη και σε κατάθλιψη. Στην Ευρώπη, το ποσοστό του πληθυσμού που πάσχει από ψωρίαση, εκτιμάται από 1-5 %. Για τους ασθενείς με ψωρίαση, η μακροχρόνια διαχείριση της ασθένειας αποτελεί πρωταρχικό στόχο θεραπείας.
Σύμφωνα με τα νέα δεδομένα που παρουσιάστηκαν στο Ετήσιο Ευρωπαϊκό Συνέδριο της Ακαδημίας Δερματολογίας και Αφροδισιολογίας (EADV), αποδεικνύεται η θετική ανταπόκριση ασθενών στη μακροχρόνια θεραπεία συντήρησης με ινφλιξιμάμπη σε πραγματικές συνθήκες. Πιο συγκεκριμένα, στο Συνέδριο παρουσιάστηκαν τα αποτελέσματα της μελέτης REALITY (Real-World Assessment of Long-Term Infliximab Therapy) σύμφωνα με τα οποία, σε περισσότερους από τους μισούς ασθενείς που συμμετείχαν στη μελέτη (57%), επετεύχθη 75% βελτίωση που διατηρήθηκε έως και την 50η εβδομάδα χορήγησης της θεραπείας με ινφλιξιμάμπη.
Σχετικά με τη μελέτη REALITY
Η REALITY ήταν μία προοπτική, πολυκεντρική, ανοιχτή μελέτη παρατήρησης φάσης 4, που απέδειξε την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα της θεραπείας συντήρησης με ινφλιξιμάμπη (5 mg / kg) σε ασθενείς με ψωρίαση κατά πλάκας σε πραγματικές συνθήκες κλινικής πρακτικής.
Στη μελέτη συμμετείχαν 660 ασθενείς σε φάση θεραπείας, και αξιολογήθηκε η αποτελεσματικότητα σε 521 από αυτούς. Η ομάδα ελέγχου αποτελούνταν από 659 ασθενείς οι οποίοι πληρούσαν όλα τα κριτήρια επιλογής κατά την έναρξη. Οι ασθενείς έλαβαν 5 mg/kg ινφλιξιμάμπη (αρχικές εγχύσεις κατά τις εβδομάδες 0, 2 και 6, οι οποίες ακολουθήθηκαν από εγχύσεις συντήρησης κάθε 8 εβδομάδες). Το πρωτεύον κριτήριο αξιολόγησης ήταν η αποτελεσματικότητα κατά PASI75 (δηλαδή 75% βελτίωση του δείκτη PASI). Ο δείκτης PASI εκφράζει την έκταση της Περιοχής Ψωρίασης και τον Δείκτη Σοβαρότητας των συμπτωμάτων.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μελέτης, η μέση βαθμολογία PASI κατά την έναρξη ήταν 18,1 (n=521), και περισσότεροι από τους μισούς ασθενείς (57%, 296/521) κατάφεραν ανταπόκριση PASI 75% την 50η εβδομάδα (95 percent CI: 53 percent, 61 percent). Η ανταπόκριση αυτή ήταν μεγαλύτερη σε ασθενείς που δεν είχαν λάβει ποτέ βιολογική θεραπεία (67%, [202/302]) συγκριτικά με αυτούς που είχαν λάβει (43%, [94/219]). Η διατήρηση της ανταπόκρισης έως την 50η εβδομάδα, αξιολογήθηκε σε ασθενείς που εμφάνισαν 50%, 75% ή 90% βελτίωση του PASI συγκριτικά με την 14η εβδομάδα. Επιπλέον, βελτιώσεις στην βαρύτητα της νόσου που παρατηρήθηκαν σε ασθενείς την 14η εβδομάδα, διατηρήθηκαν την 50η εβδομάδα, με ανταπόκριση PASI 50, 75 και 90 σε 70% (292/415), 65% (205/317) και 57% (104/183) των ασθενών αντίστοιχα.