Αυτό ήταν το βασικό μήνυμα του webinar που πραγματοποίησε η Ελληνική Εταιρεία Αντιρευματικού Αγώνα μέσω της σελίδας της στο Facebook και με την ευγενική υποστήριξη της Genesis Pharma και Digital Task.
Τα κλασικά ή χημικά η μικρού μοριακού βάρους φάρμακα για πολλά χρόνια αποτέλεσαν τη μόνη θεραπευτική επιλογή μας, επεσήμανε ο Δημήτριος Κούβελας, Καθηγητής Φαρμακολογίας & Κλινικής Φαρμακολογίας, Δ/ντής Εργαστηρίου Κλινικής Φαρμακολογίας και της Μονάδας Κλινικών Μελετών του Νοσοκομείου «Παπαγεωργίου», της Ιατρικής Σχολής ΑΠΘ. Τα χαρακτηρίζει η χημική συγγένεια τους με τον υποδοχέα, που είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη δράση τους και φυσικά η ικανότητα να προκαλούν αλλαγές σε κυτταρικό επίπεδο, προκειμένου να επιτευχθεί το θεραπευτικό αποτέλεσμα. Στη συνέχεια τα φάρμακα, μεταβολίζονται, μεταβάλλονται δηλαδή με χημικές διεργασίες, προκειμένου τελικώς, να αποβληθούν από τον οργανισμό. Με την πρόοδο της βιοχημείας, έγινε εφικτό να παραχθούν με βιοτεχνολογικές μεθόδους φάρμακα, από ζωικούς οργανισμούς με μεγάλη χημική συγγένεια και ειδικότητα για τον υποδοχέα, με τεράστιο όμως μέγεθος σε σχέση με τα κλασικά φάρμακα. Η ικανότητα παραγωγής βιολογικών φαρμάκων μας έδωσε τη δυνατότητα, αντιμετώπισης ασθενειών με τελείως διαφορετικό τρόπο και φυσικά άλλαξε τις φαρμακολογικές αρχές και αξίες.
Βιο-ομοειδές είναι ένα βιολογικός παράγοντας που περιέχει μια παρόμοια εκδοχή του ενεργού συστατικού ενός ήδη εγκεκριμένου βιολογικού φαρμάκου (παράγοντας αναφοράς) που στοχεύει να χρησιμοποιηθεί με τον ίδιο ακριβώς τρόπο και στις ίδιες ασθένειες με αυτόν. Παρότι τα βιο-ομοειδή δεν είναι πανομοιότυπα με τα βιολογικά φάρμακα αναφοράς, έχουν εγκριθεί μετά από μελέτες που καταδεικνύουν παρόμοια αποτελεσματικότητα, ασφάλεια και ανοσογονικότητα και είναι κατασκευασμένα βάσει αυστηρών ποιοτικών προτύπων. Τα οφέλη των βιοομοειδών είναι πολλαπλά, με πρώτο και κυριότερο τη μείωση του κόστους της βιολογικής θεραπείας και την εξοικονόμηση πόρων για τα εθνικά συστήματα υγείας, γεγονός που αυξάνει τον αριθμό των ασθενών που μπορούν να λάβουν βιολογική θεραπεία, διευκολύνει τη γενικότερη πρόσβαση ασθενών σε καινοτόμες αλλά δαπανηρές θεραπευτικές επιλογές και βελτιώνει κεντρικές και περιφερικές επενδύσεις στην Υγεία ανέφερε ο κος Χρήστος Κουτσιανάς Ρευματολόγος – Ειδικός Παθολόγος, Ακαδημαϊκός υπότροφος, Μονάδα Κλινικής Ανοσολογίας-Ρευματολογίας, Β Πανεπιστημιακή Παθολογική Κλινική και Ομώνυμο Εργαστήριο, ΓΝΑ «»Ιπποκράτειο».
Επιπλέον, τα βιο-ομοειδή μπορούν να έχουν πλεονεκτήματα στην καθημερινή κλινική πρακτική, όπως π.χ. καλύτερες συσκευές χορήγησης, μεγαλύτερη σταθερότητα του φαρμάκου, κλπ. Η χορήγηση βιο-ομοειδούς σε έναν πρωτοθεραπευόμενο ασθενή είναι αποδεκτή κατόπιν συνταγογράφησης από ιατρό και ενημέρωσης του ασθενούς. Η εναλλαγή ενός παράγοντα αναφοράς σε βιο-ομοειδές παραμένει μια κλινική συν-απόφαση που πρέπει να γίνεται μετά από ενημερωμένη πληροφόρηση και συνεργασία ιατρού και ασθενούς. Το μέλλον επιφυλάσσει την εισαγωγή στην αγορά πολλών νέων βιο-ομοειδών που θα προσφέρουν μακροπρόθεσμα περισσότερα οφέλη. Τέλος, ένα νέο πολλά υποσχόμενο πεδίο είναι αυτό των «βιο-βελτιωμένων» (biobetters) φαρμάκων που χρησιμοποιούν ως εκκίνηση το βιολογικό παράγοντα αναφοράς και, μέσω διαφόρων τροποποιήσεων, προσφέρουν βελτιωμένη αποτελεσματικότητα, ασφάλεια, φαρμακοκινητική, αλλά και ευκολότερο τρόπο χορήγησης ή/και δοσολογία κατέληξε ο κος Κουτσιανάς.