Την καταστολή του ιικού φορτίου της Ηπατίτιδας C σε ασθενείς οι οποίοι πάσχουν ταυτόχρονα και από HIV, κατέδειξε πρόσφατη μελέτη, σύμφωνα με ανακοίνωση της εταιρείας MSD (γνωστή ως Merck στις ΗΠΑ και στον Καναδά). Το σχετικό δελτίο Τύπου αναφέρει:
Η κλινική μελέτη C-WORTHY, σε ασθενείς με ταυτόχρονη λοίμωξη HIV και Ηπατίτιδας C (HIV/HCV), η οποία βρίσκεται στη φάση ΙΙ, αξιολόγησε την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια των χορηγούμενων από το στόμα θεραπειών της MSD, που συνδυάζουν το MK-5172 (έναν πειραματικό NS3/4A αναστολέα πρωτεάσης κατά του ιού της Ηπατίτιδας C) και το MK-8742 (έναν πειραματικό αναστολέα πολλαπλασιασμού HCV NS5A). Σε αυτό το δύσκολο πληθυσμό, η χορήγηση του σχήματος MK-5172/MK-8742 για 12 εβδομάδες μόνο, οδήγησε σε ισχυρή καταστολή του ιού της Ηπατίτιδας C (κάτω από τα κατώτατο όριο ποσοτικοποίησης του ιού), ενώ ταυτόχρονα το σημαντικό ήταν ότι η αγωγή ήταν καλά ανεκτή, με προφίλ ασφάλειας σύμφωνο με αυτό που παρατηρείται στην τρέχουσα θεραπεία που λαμβάνουν ασθενείς που έχουν μολυνθεί μόνο από Ηπατίτιδα C γονότυπου 1 (GT1).
Tα παραπάνω στοιχεία παρουσιάστηκαν στο 21ο Συνέδριο Ρετροϊών και Ευκαιριακών Λοιμώξεων (CROI 2014) που διεξήχθη στη Βοστώνη των ΗΠΑ, από τις 3 έως τις 6 Μαρτίου 2014.
«Είμαστε ιδιαίτερα ικανοποιημένοι με τις δυνατότητες του συνδυασμού MK-5172/MK-8742 για τη θεραπεία των ατόμων που ζουν με ταυτόχρονη λοίμωξη HIV και Ηπατίτιδας C, για την αντιμετώπιση της οποίας εξακολουθεί να υπάρχει ανάγκη εφαρμογής πρόσθετων θεραπευτικών επιλογών», δήλωσε ο Dr. Eliav Barr, Αντιπρόεδρος του Τμήματος Μολυσματικών Ασθενειών, των ερευνητικών εργαστηρίων της Merck.
Παγκοσμίως, περισσότεροι από 7 εκατομμύρια ασθενείς πάσχουν από ταυτόχρονη λοίμωξη HIV και Ηπατίτιδας C. Ο ιός της Ηπατίτιδας C αποτελεί τη βασική αιτία νοσηρότητας και θνησιμότητας στα άτομα που πάσχουν από HIV-1. Επίσης, σε σύγκριση με το γενικό πληθυσμό, η συνολική εμφάνιση της λοίμωξης από Ηπατίτιδα C είναι υψηλότερη στα άτομα που πάσχουν από HIV-1. Οι ασθενείς αυτοί διατρέχουν τρεις φορές μεγαλύτερο κίνδυνο η νόσος να εξελιχθεί σε κίρρωση του ήπατος και έξι φορές πιθανότερο το συκώτι να μη μπορεί να λειτουργεί σωστά με αποτέλεσμα να προκύψει μη αντιρροπούμενη ηπατική νόσος (σταματά να λειτουργεί το συκώτι τους), σε σχέση με τους ασθενείς που πάσχουν μόνο από Ηπατίτιδα C. Το γεγονός αυτό καθιστά επιτακτική την ανάγκη εφαρμογής νέων θεραπευτικών επιλογών στους συγκεκριμένους ασθενείς.